αναξιότητα — η 1. έλλειψη αξίας: Απολύθηκε από τη θέση του για ηθική αναξιότητα. 2. (νομ.), νόμιμη ανικανότητα για να δεχτεί κάποιος κληρονομιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναξιότητα — Όρος του κληρονομικού δικαίου. Η ανικανότητα να γίνει κανείς κληρονόμος ενός προσώπου για ορισμένους λόγους, π.χ. επειδή θανάτωσε ή αποπειράθηκε να θανατώσει τους γονείς, τα παιδιά του, την/τον σύζυγό του, εμπόδισε παράνομα τον κληρονομούμενο να… … Dictionary of Greek
безсановьство — БЕЗСАНОВЬСТВ|О (1*), А с. Зд. Недостойность: Ѡц҃и мои и бра(т)е. разумьно пре(д)стательства санове. и мнѣ не достоиному бесановьство. (τὴν... ἀναξιότητα) ФСт XIV, 182а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
недостоиньство — НЕДОСТОИНЬСТВ|О (21), А с. Свойство, качество, состояние по пр. недостоиныи в 1 знач.: ѡбличають своѥго не||достоинѣства. и ѡсѹжени˫а. (τῆς... ἀυτομολέσεως!) ПНЧ 1296, 160 об.–161; а иже недостѡини. противу недостѡиньству людии. и по злѡбѣ ихъ. и … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ανάξιος — (I) α, ο (Α ἀνάξιος, ία, ιον και αττ. ιος, ιον) 1. αυτός που δεν θεωρείται άξιος για κάτι, που έχει ή παθαίνει ή κάνει κάτι παρά την αξία, ανάρμοστα 2. αυτός που δεν τού πρέπει να έχει ή να παθαίνει κάτι 3. ο δίχως αξία, αξιοκαταφρόνητος,… … Dictionary of Greek
αναξία — (I) ἀναξία, η (Α) [ἄναξ] 1. διαταγή, εντολή 2. το αξίωμα τού βασιλιά, βασιλεία. (II) ἀναξία, η (Α) [ἀξία] έλλειψη αξίας, αναξιότητα, κατωτερότητα … Dictionary of Greek
αναξιοσύνη — η [ανάξιος] η αναξιότητα* … Dictionary of Greek
ανιόντες — Οι συγγενείς εξ αίματοςεξ αγχιστείας από την ευθεία γραμμή προς τα πάνω, δηλαδή γεννήτορες και προγεννήτορες (πατέρας, μητέρα, παππούς, γιαγιά, προπάππος, προγιαγιά κλπ.). Εκτός από την ψυχική και ηθική σχέση ανάμεσα στους α. και τους κατιόντες,… … Dictionary of Greek
μηδαμινότητα — η η ιδιότητα τού μηδαμινού, αναξιότητα, παντελής απαξία, ευτέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμινός. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου] … Dictionary of Greek
μπογιά — η 1. βαφή, χρώμα 2. χρωστική ύλη οποιουδήποτε είδους («μπογιά τών παπουτσιών» βερνίκι υποδημάτων) 3. φρ. «δεν περνά πια η μπογιά του» έχασε πια τη γοητεία και την επιρροή του ή αποκαλύφθηκε η αναξιότητά του 4. κοινή ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ουδένεια — οὐδένεια και οὐδενία και οὐθένεια, ἡ (Α) [ουδέν] μηδαμινότητα, αναξιότητα, ευτέλεια … Dictionary of Greek